Λογοτεχνία του δρόμου – Η οδός «ΠΑΛΑΜΑ» στη Λάρισα
Η οδός «ΠΑΛΑΜΑ» (στο βορειοκεντρικό τμήμα της πόλης) στην συνοικία «Άγιος Αχίλλειος» και λαμβάνει το όνομά της από τον Κωστή Παλαμά (13 Ιανουαρίου 1859 – 27 Φεβρουαρίου 1943).
Η αρίθμηση της οδού Παλαμά ξεκινάει από την οδό Παναγούλη και καταλήγει στην 28ης Οκτωβρίου. Η, ελαχίστως ελλιπής, αρίθμηση της έχει ως εξής: εξ αριστερών οι μονοί αριθμοί από το 1 μέχρι το 11 και εκ δεξιών οι ζυγοί αριθμοί από το 2 μέχρι το 12. Έχει μήκος μέτρα περίπου 90. Στα αρχεία της Πολεοδομίας δεν βρέθηκε καταχωρημένη η απόφαση για την ονοματοθεσία του δρόμου και έτσι υποθέτουμε ότι πρόκειται για μια παλιά απόφαση που είτε χάθηκε το αρχείο της είτε δεν αρχειοθετήθηκε ποτέ.
Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου 1859 από γονείς που κατάγονταν από το Μεσολόγγι. Η οικογένεια του πατέρα του ήταν οικογένεια λογίων, με αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα, και ασχολούμενων με τη θρησκεία. Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1875, όπου γράφτηκε στην Νομική Σχολή. Σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του αποφασισμένος να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Το πρώτο του ποίημα το είχε γράψει σε ηλικία 9 ετών, μιμούμενος τα πρότυπα της εποχής του, «ποίημα για γέλια», όπως το χαρακτήρισε αργότερα ο ίδιος. Από το 1875 δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά διάφορα ποιήματα, φιλολογικά άρθρα, κριτικές και χρονογραφήματα. Το 1876 υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό την ποιητική συλλογή Ερώτων Έπη, σε καθαρεύουσα, με σαφείς τις επιρροές της Α’ Αθηναϊκής Σχολής. Η συλλογή απορρίφθηκε με το χαρακτηρισμό «λογιωτάτου γραμματικού ψυχρότατα στιχουργικά γυμνάσματα».
Η πρώτη του αυτοτελής έκδοση ήταν το 1878 το ποίημα «Μεσολόγγι». Το 1886 δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή Τραγούδια της Πατρίδος μου στη δημοτική γλώσσα, η οποία εναρμονίζεται απόλυτα με το κλίμα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Το 1889 δημοσιεύτηκε ο Ύμνος εις την Αθηνάν, αφιερωμένος στη γυναίκα του, για τον οποίο βραβεύτηκε στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό την ίδια χρονιά. Ένδειξη της καθιέρωσής του ως ποιητή ήταν η ανάθεση της σύνθεσης του Ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896.
Το 1898, μετά το θάνατο του γιου του Άλκη σε ηλικία τεσσάρων ετών, δημοσίευσε την ποιητική σύνθεση «Ο Τάφος». Το 1897 διορίστηκε γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ’ όπου αποχώρησε το 1928. Από την ίδια χρονιά (1897) άρχισε να δημοσιεύει τις σημαντικότερες ποιητικές του συλλογές και συνθέσεις, όπως οι Ίαμβοι και Ανάπαιστοι (1897), Ασάλευτη Ζωή (1904), Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907), Η Φλογέρα του Βασιλιά (1910). Το 1918 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ από το 1926 αποτέλεσε βασικό μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, της οποίας έγινε πρόεδρος το 1930.
Η κηδεία του ποιητή έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο.