Το δέντρο που χορεύει – Ένα παραμύθι του Βαγγέλη Κολώνα
– «Ένα ” τσαφ” ακούστηκε γιαγιά, κι όλα τα φώτα έσβησαν στο σπίτι και από τον πίνακα της ΔΕΗ έβγαινε μαύρος καπνός και φωτιά…». Τρεις μέρες προσφυγάκι βρακυκλώματος στο σπίτι της γιαγιάς ο εγγονός της ο Ηρακλής και συνέχεια μιλούσε ασταμάτητα γι’ αυτό.- «Ξέρεις γιαγιά κάηκε η τηλεόραση, το θερμοσίφωνο, η κουζίνα, το ψυγείο, όλα εκτός από τον υπολογιστή που δεν ήταν στη πρίζα…».
– «Θα πάρει αλλά ο μπαμπάς Ηρακλή, ευτυχώς που δεν πάθατε ηλεκτροπληξία».
– «Δεν μας περισσεύουν λεφτά γιαγιά, ο μισθός της μαμάς πάει στο δάνειο».
Φοβερά τα σημερινά παιδιά, πανέξυπνα. Η γιαγιά ήξερε πως υπήρχε πρόβλημα με τόσο μεγάλη ζημιά αλλά ο γιος της ήταν δικηγόρος και καλός, θα έβρισκε άκρη με τη ΔΕΗ, δική της ήταν η ευθύνη άλλωστε. Τους είπε ότι θα μπορούσε εκείνη να τους δώσει μερικά χρήματα, είχε μαζεμένο ένα μικρό ποσό για ώρα ανάγκης, αλλά ο γιός της δεν δέχτηκε.
– «Φύλαξε τα λεφτά σου μάνα θα τα πάρουμε όλα με δόσεις».
Αυτό σκεφτόταν η γιαγιά μέρες τώρα, πως να βοηθήσει τα παιδιά. Άνοιξε το ψυγείο πήρε τον μαϊντανό που ο μανάβης τον είχε τυλίξει σε εφημερίδα κι άρχισε να ετοιμάζει κεφτεδάκια με σόγια, εναλλακτικά, καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και λίγη νηστεία δεν θα έβλαπτε. Εύκολο παιδάκι στο φαγητό ήταν ο Ηρακλής άλλωστε.
Όταν άνοιξε την εφημερίδα για να πάρει τον μαϊντανό, το μάτι της έπεσε σε μια ανακοίνωση που έπιανε σχεδόν όλη τη σελίδα και διαφήμιζε έναν διαγωνισμό. Ένα μεγάλο πολυκατάστημα θα έκανε διαγωνισμό για το καλύτερο δέντρο της πόλης. Επιτροπή θα επισκεπτόταν διάφορα σπίτια και θα διάλεγε το ομορφότερο δέντρο, με τον πιο περίτεχνο και πρωτότυπο στολισμό. Το πρώτο βραβείο ήταν 1000 ευρώ υπήρχε και δεύτερο και τρίτο. Η γιαγιά πήρε τηλέφωνο έδωσε τη διεύθυνση της και περίμενε την επιτροπή που θα ερχόταν σε μια εβδομάδα για να δει το δέντρο της.
Όταν ο Ηρακλής γύρισε από το σχολείο η γιαγιά τον έβαλε να κατεβάσει από το πατάρι ένα δέντρο που είχε από παλιά αλλά από τότε που πέθανε ο άντρας της δεν στόλιζε πιά. Αγόρασε μερικές όμορφες μπάλες είχε κι ένα μεγάλο κουβάρι από άσπρη δαντέλα που το χρησιμοποίησε για γιρλάντα. Πανέμορφο ήταν! Όση ώρα το στόλιζε, δίπλα της καθόταν ο φίλος της το φίδι και η γιαγιά τραγουδούσε τα Τρίγωνα Κάλαντα. «Κάνε κάτι να κερδίσουμε τον διαγωνισμό για να βοηθήσουμε τα παιδιά», έλεγε στο φίδι που πάντα φρόντιζε και προστάτευε την οικογένεια.
Κι ήρθε η μέρα που οι κριτές θα επισκέπτονταν το σπίτι για να βαθμολογήσουν το δέντρο, που ήταν κάπως κοντό οπότε η γιαγιά το είχε ανεβάσει σε ένα σκαμνάκι για να πάρει ύψος. Τρεις ήταν, δύο άντρες και μια γυναίκα λίγο περίεργη και δύσκολη. «Για αυτό το ασήμαντο δεντράκι μας φέρατε ως εδώ;», της είπε. Και καθώς ετοιμάζονταν να φύγουν βιαστικοί βιαστικοί, η γιαγιά χτύπησε παλαμάκια με τα χέρια της και σαν από θαύμα, το δέντρο άρχισε να κουνιέται απαλά. Η γιαγιά ξαναχτύπησε τα χέρια της ρυθμικά και το δέντρο άρχισε να χορεύει και να τραγουδά.
Η επιτροπή σάστισε. Και οι τρεις κοιτούσαν με το στόμα ανοιχτό καθώς δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους. «Δεν μπορεί, θα έχει κάποιον κρυφό μηχανισμό», είπαν και άρχισαν να ψάχνουν κάτω από τα κλαδιά, όμως τίποτα δεν βρήκαν. «Ανεξήγητο! Μοναδικό! Σίγουρα αξίζει το πρώτο βραβείο», αναφώνησαν.
Λίγες ημέρες μετά χτύπησε το τηλέφωνο. Η γιαγιά είχε κερδίσει 1.000 ευρώ και ένα τάμπλετ έξτρα δώρο. Μόλις πήρε τα χρήματα, τα έδωσε αμέσως με χαρά στον γιό της. Η ψυχή της είχε ηρεμήσει. Το βράδυ έφτιαξε κρέμα και γέμισε και τη γαβάθα του φιδιού. Στα μάτια της έτρεχαν δάκρυα, ήταν όμως δάκρυα χαράς. «Τι όμορφο πράγμα να προσφέρεις», μονολόγησε. Και τι θεία τύχη να έχεις ένα φίδι για προστάτη του σπιτιού! Όσο για το τάμπλετ; Ήθελε να μάθει πως να βρίσκει συνταγές στο ίντερνετ. «Αχ φιδάκι μου, μου χάρισες τις καλύτερες γιορτές. Να ‘σαι καλά. Χρόνια μας πολλά!».