Φώτη Νατσιούλη τι είναι για εσένα η φωτογραφία;
Σχεδόν 50 χρόνια πίσω από τον φακό με τον ίδιο εφηβικό ενθουσιασμό, ο Φώτης Νατσιούλης μιλά στις Θεσσαλικές Επιλογές για την τέχνη του να κάνεις τον χρόνο παντοτινό.
Σχεδόν πάντα ντυμένος στα μαύρα, διακριτικός, με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι και την χαρακτηριστική τσάντα του φωτογράφου περασμένη στον ώμο. Πάντα παρών. Σε εκδηλώσεις, γεγονότα που σημάδεψαν την πόλη, σε δρόμους, πάρκα και πλατείες, καταγράφοντας πρόσωπα, εικόνες και συναισθήματα. Πάντα κοντά και ταυτόχρονα μακριά, σε ένα δεύτερο πλάνο, πίσω από τα φλας των επαγγελματιών να αποτυπώνει στο φιλμ, αυτά που οι άλλοι ξεχνούσαν ή προσπερνούσαν. Σχεδόν 50 χρόνια πίσω από τον φακό με τον ίδιο εφηβικό ενθουσιασμό, ο Φώτης Νατσιούλης μιλά στις Θεσσαλικές Επιλογές για την τέχνη του να κάνεις τον χρόνο παντοτινό.
Όταν κόλλησε το μικρόβιο
Η πρώτη μου επαφή με τη φωτογραφία, έγινε στην ηλικία των 16 ετών. Μαθητής ακόμη του Λυκείου, θυμάμαι σαν τώρα το απόγευμα του 1976 που παρέα με τα φιλαράκια πίναμε καφέ στην πλατεία της Ελασσόνας. Απόγευμα, με ζεστό νεσκαφέ και τοστ. Η κουβέντα είχε διάφορα, ώσπου κάποια στιγμή ανάμεσα στα άλλα, λέει ένα από τα παιδιά για έναν θείο του στην Αθήνα που έχει μια φωτογραφική μηχανή που κάνει 100.000 δραχμές. Εννοείται πως αρχίσαμε να τον δουλεύουμε για τα παραμύθια που μας ξεφούρνιζε. Εκατό χιλιάδες δραχμές τότε ήταν πολλά λεφτά. Αγόραζες δια- μέρισμα. «Βάζετε στοίχημα;», λέει και σηκωνόμαστε και πάμε απέναντι στο φωτογραφείο του Σμουλιώτη να ρωτήσουμε. Είχε διάθεση εκείνος, άρχισε να μας μιλά για τη φωτογραφία, για τις μηχανές, τα φιλμ, την εκτύπωση. Έφυγαν οι υπόλοιποι από την παρέα κι εγώ έμεινα να ακούω.
Η πρώτη μηχανή
Φυσικά ο φίλος είχε δίκιο. Μηχανές που κόστιζαν 100.000 δραχμές αλλά και περισσότερο- εξαιτίας και του φόρου των εισαγόμενων- υπήρχαν και εγώ ήθελα μια. Που να βρω όμως τόσα χρήματα. Στην αρχή βολεύτηκα με μια Ζενίθ και μια Λούπιτελ από τη λαϊκή. Με τα πολλά κατάφερα να μαζέψω 18.000 δραχμές και έτσι απέκτησα από τη μαύρη αγορά, την πρώτη μου Canon.
Οι πρώτες λήψεις
Τελειώνοντας το σχολείο, πήγα σε μια σχολή ηλεκτρονικών και αμέσως μετά έκανα το στρατιωτικό μου, στην Αεροπορία στο Πήλιο. Εκεί την έμαθα τη φωτογραφία. Στη σκοπιά, με το βιβλίο του φωτογράφου στο χέρι να διαβάζω μέρα νύχτα και να τραβάω, ακρογιαλιές και ηλιοβασιλέματα. Στην αρχή κρατούσα και σημειώσεις: τι διάφραγμα χρησιμοποιήσα; Τι ταχύτητα; Για να μαθαίνω. Μετά πήρα δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι για να με ηχογραφώ. Σιγά σιγά έμαθα να ακούω τη μηχανή μου. Η φωτογραφία όμως ήταν δαπανηρό σπορ και που λεφτά για φιλμ. Για καλή μου τύχη, είχα κάνει κάποια πορτρέτα από φαντάρους στη μονάδα. Πάω λοιπόν να τα εμφανίσω στην Ελασσόνα, τα βλέπει ο Σμουλιώτης και μου λέει, «φέρνε εδώ τις φωτογραφίες. Θα στις εκτυπώνω, θα σου δίνω και φιλμ και θα κρατάω τις καλές να τις βάζω στη βιτρίνα». Έτσι ευτυχώς μπόρεσα για ένα διάστημα να εξασφαλίσω δωρεάν τα φιλμ, που ήταν και το βασικότερο δηλαδή, γιατί εγώ ήθελα συνέχεια να τραβάω. Φανταστείτε πως η μέση οικογένεια τότε, αγόραζε ένα φιλμ τα Χριστούγεννα και της έφτανε μέχρι το Πάσχα. Και εγώ ήθελα 30 το μήνα.
Η φωτογραφική λέσχη
Τελειώνοντας τη θητεία, ήρθα στη Λάρισα για να δουλέψω. Αρχικά σε εστιατόρια ως σερβιτόρος. Κάποια στιγμή βρέθηκα να εργάζομαι στο ξενοδοχείο Grand, όπου διέμεναν πολλοί αντιπρόσωποι από φωτογραφικές εταιρείες. Συζητώντας μαζί τους μάθαινα από πρώτο χέρι για τα νέα μοντέλα και τις τεχνολογικές εξελίξεις, με βοηθούσαν άλλωστε και οι γνώσεις στα ηλεκτρονικά. Κάπως έτσι βρέθηκα να δουλεύω στο φωτογραφείο του Νάκα. Λίγο αργότερα ήρθε η οικογένεια και η πρόσληψη μου στη ΔΕΗ. Είχα σκεφτεί τότε να ανοίξω δικό μου φωτογραφείο, όμως δεν υπήρχε το απαραίτητο κεφάλαιο. Συνέχισα όμως να τραβάω και να αναζητώ γνώση και παρέες να μοιραστούμε την αγάπη προς το αντικείμενο. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε στα τέλη του 1995 έπειτα από μια ιδέα του Γιάννη Κυρατζούλη η Φωτογραφική Λέσχη Λάρισας, στο πρώτο Δ.Σ. της οποίας συμμετείχα.
Το μπούλινγκ
Για πολλά χρόνια θεωρούμουν ο τρελός του χωριού. Ο γραφικός με τη φωτογραφική μηχανή. Έχω ακούσει πολλά λόγια και πολύ άσχημα. Η οικογένεια μου επίσης. Αυτό όμως δεν με έκανε ποτέ να κατεβάσω κάτω τη μηχανή. Τώρα με τα social media, που έχω πλέον τη δυνατότητα να δείξω άμεσα και σε πολύ κόσμο τη δουλειά μου, μου γράφουν κολακευτικά σχόλια… Ας είναι. Εμένα η φωτογραφία με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Με έμαθε ποίηση, μουσική, μου γνώρισε τις τέχνες και τα καλλιτεχνικά ρεύματα. Μου έδωσε τη δυνατότητα να μιλήσω, χωρίς λόγια, μόνο με εικόνες και με αυτό τον τρόπο να μεταφέρω μηνύματα και μνήμες.
Ο ερασ(τ)ιτέχνης
Επαγγελματίας, με την έννοια του βιοπορισμού από τη φωτογραφία δεν υπήρξα πότε. Ήμουν και παραμένω ερασιτέχνης με την έννοια του εραστή της τέχνης. Αυτές οι κυρίες -οι φωτογραφικές μηχανές- είναι οι φιλενάδες μου. Θέλουν δώρα, βόλτες και αγάπη και τους τα δίνω απλόχερα. Όλα αυτά τα χρόνια, για τη φωτογραφία μόνο πληρώνω, δεν εισπράττω. Φαντάσου πως έφτασα στα 58 και δεν μπόρεσα ακόμη να αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο. Μηχανές όμως αγόρασα. Θα ήθελα να μπορώ να έχω καλύτερο εξοπλισμό. Μου λένε κάποιοι, «μα καλά, τραβάς με τέτοια μηχανή;». Δεν έχει όμως τόση σημασία. Για εμένα μετρά η σύλληψη, το θέμα, η ιδέα. Πάντα έτσι ήταν.
Αστικές Μεταλλάξεις
Πίσω από τον φακό μπορούσα να αντιληφθώ διαφορετικά τον χρόνο και έβλεπα ότι τα πράγματα αλλάζουν. Ξεκίνησα λοιπόν να φωτογραφίζω την πόλη, κάθε κομμάτι της κάθε γειτονιά. Παρατηρούσα που γίνονται ή που θα γίνουν έργα και έτρεχα να προλάβω πριν κάτι γκρεμιστεί. Δεν είχα άδικο τελικά. Σε κάποια άλλη περίοδο, στράφηκα στα πρόσωπα. Μου άρεσε να φωτογραφίζω Λαρισαίους. Έτσι προέκυψε η σχέση με τον Μπαρμπή Βοζαλή από τον οποίο έχω περισσότερες από 5.000 φωτογραφίες. Μοναδικός ως προσωπικότητα, αυτόφωτος, με εκπληκτικό χιούμορ και τη δική του αισθητική, του άρεσε να προκαλεί και να τραβά πάνω του τα βλέμματα. Από κάποιο σημείο και μετά όποτε συναντιόμασταν στεκόταν να τον φωτογραφίσω. Ακόμη και όταν ήταν άρρωστος, πότε δεν είπε όχι, αντιθέτως το επιζητούσε. Ήξερε πολύ καλά πως η φωτογραφική καταγραφή είναι μνήμη.
Οι στιγμές
Η ζωή είναι στιγμές. Μπορώ να πω ότι έχω κρατήσει πολλές και για πάντα. Προσωπικές, οικογενειακές, των φίλων μου, της πόλης μας και των ανθρώπων. Αυτό είναι άλλωστε μια από τις ιδιότητες της Φωτογραφίας. Η συλλογή από στιγμές που πέρασαν, αλλά δεν χάθηκαν.