Οι τρεις χιονονιφάδες
Ενα παραμύθι του Βαγγέλη Κολώνα
Μια φορά κι ένα καιρό σ ένα μακρινό σκοτεινό παγωμένο κομμάτι του ουρανού που ποτέ δεν είδε ανθρώπου μάτι βρίσκεται η Χώρα του Χιονιού. Εκεί γεννιούνται οι χιονονιφάδες που είναι μικρούλες σαν το κεφαλάκι της καρφίτσας, πίνουν παγωμένο γαλατάκι, τρώνε παγωμένες κρεμούλες και μεγαλώνουν. Όταν μεγαλώνουν αρκετά, τότε αρχίζουν τα μαθήματα.
Οι νιφάδες που προορίζονται να πέσουν στα δάση και στα βουνά δεν παρακολουθούν μαθήματα χορού, εκείνες όμως που προορίζονται για τις πόλεις ξεκινούν εντατικά από νωρίς.
Οι τρεις νιφάδες της ιστορίας μας γίναν φίλες αχώριστες κι αποφάσισαν να είναι μαζί στο ταξίδι τους. Ένας σοφός χιονοδιδάσκαλος τους έδειξε στον πίνακα πως είναι οι πόλεις, οι άνθρωποι, τα σπίτια, οι εκκλησίες κι έγιναν κι αυτές σοφές χιονονιφάδες.
Ώσπου έφτασε η μεγάλη στιγμή της αναχώρησης. Μπήκαν σ’ ένα παγωμένο σύννεφο κι άρχισαν να πέφτουν. Όταν έφτασαν πάνω από την πόλη άρχισαν τον χορό τους. Πετούσαν και θαύμαζαν τους δρόμους, τα σπίτια, τα ποτάμια τα δέντρα και το φως, καθώς είχαν μεγαλώσει στο σκοτάδι. Πετώντας πάνω από έναν δρόμο είδαν ένα κοριτσάκι ντυμένο ζεστά, να περιμένει τη μαμά του που κλείδωνε την πόρτα του σπιτιού και τότε πρόσεξαν πως ακριβώς από πάνω τους, ένα κομμάτι μάρμαρο είχε ξεκολλήσει από ένα μπαλκόνι και κινδύνευαν να τις χτυπήσει.
Οι νιφάδες δεν έχασαν καιρό, όρμησαν προς το κοριτσάκι με μεγάλη ταχύτητα σηκώνοντας ένα κύμα παγωμένου αέρα στο πέρασμά τους, που ξάφνιασε το κοριτσάκι και έκανε ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα, το κομμάτι του μαρμάρου αποκολλήθηκε από το μπαλκόνι και έπεσε με ορμή στο πεζοδρόμιο μπροστά ακριβώς από τα ποδαράκια του.
Η μανούλα του το αγκάλιασε τρομαγμένη και το κοριτσάκι είπε «Μαμά με έσωσαν οι νιφάδες…». «Σ’ αγαπάνε για αυτό σε έσωσαν», αποκρίθηκε εκείνη.
Οι νιφάδες χαρούμενες έφυγαν πετώντας κι έφτασαν σε μια εκκλησία. Μια ηλικιωμένη γυναίκα βγήκε κρατώντας λίγο αντίδωρο στα χέρια της το οποίο έτρωγε κόβοντάς το σε μικρά κομματάκια. Ξαφνικά κοκκίνησε ολόκληρη και άρχισε να φωνάζει «πνίγομαι, πνίγομαι». Οι νιφάδες έτρεξαν προς το μέρος της και έτσι όπως εκείνη καθόταν με το στόμα ανοιχτό προσπαθώντας να αναπνεύσει, έσταξαν μερικές σταγόνες νερό που την βοήθησε να καταπιεί. «Σε ευχαριστώ Παναγίτσα μου, θαύμα που βρέθηκε τόσο σάλιο ο λαιμός μου ήταν στεγνός», αναφώνησε η κυρία.
Οι νιφάδες είχαν αδυνατίσει. Έτσι ενώθηκαν σε μια και συνέχισαν να πετούν ώσπου βρέθηκαν μπροστά σε ένα μπαλκόνι. Μέσα σε μια γλάστρα ήταν ένα λουλούδι μαραμένο το καημένο, που φώναζε με τη λουλουδίσια φωνούλα του, «νερό, νερό». Οι χιονονιφάδες κάθισαν στη γλάστρα κι έλιωσαν, ποτίζοντας το χώμα με δροσερό νεράκι. Το λουλούδι ζωντάνεψε, όμως εκείνες είχαν ολοκληρώσει το ταξίδι τους. Μπορεί να μην χόρεψαν τελικά, πρόσφεραν όμως πολλά. Ας ευχηθούμε να ξανάρθουν και να χορεύουν ασταμάτητα.