Κόκκινη Κλωστή – Το κόκκινο σημάδι
Ένα παραμύθι του Βαγγέλη Κολώνα
Μια φορά κι ένα καιρό λίγο μακριά από μια μεγάλη πόλη ήταν ένα μικρό αλλά πανέμορφο χωριό. Τα σπίτια του ήταν μικρά με μεγάλες αυλές όπου οι άνθρωποι καλλιεργούσαν τα λαχανικά τους, ενώ σε μια γωνιά ήταν το κοτέτσι με τις κοτούλες που γεννούσαν αυγά.
Έξω από το χωριό ήταν ένα μικρό ποταμάκι με δέντρα στις όχθες του, όπου διάφορα πουλιά έφτιαχναν τις φωλιές τους. Γύρω από χωριό υψώνονταν μικροί λοφίσκοι και απέραντοι αγροί που την άνοιξη έμοιαζαν με καταπράσινο χαλί. Εκεί βρίσκονταν και μια μεγάλη στάνη με πολλά ζώα. Πρόβατα, κατσίκες, δύο αγελάδες έναν βοσκό κι ένα τσομπανόσκυλο, την Τσίφτισα όπως ήταν το όνομά της.
Ο βοσκός μαζί με τον σκύλο του έβγαζαν κάθε πρωί τα ζώα έξω να βοσκήσουν και το βράδυ τα έβαζαν πάλι μέσα στη στάνη, εκτός από τον χειμώνα που δεν υπήρχε χορτάρι στα χωράφια οπότε φρόντιζαν να τους δίνουν μπόλικο σανό σε μπάλες.
Η Τσίφτισα ήταν ένας μεγάλος και δυνατός «Ποιμενικός», έτσι λέγεται αυτή η ράτσα. Αγαπούσε και φυλούσε τα ζώα της στάνης και την φοβόντουσαν όλοι. Να φανταστείτε πως μια νύχτα που μπήκαν κλέφτες στο μαντρί να κλέψουν ζώα, τρόμαξαν τόσο πολύ όταν την αντίκρισαν και τους πήρε στο κυνήγι που ακόμη δεν έχουν συνέλθει.
Η σκυλίτσα αγαπούσε όλα τα ζώα αλλά τον τελευταίο καιρό είχε ιδιαίτερη αδυναμία σε δύο προβατάκια που είχα γεννηθεί μικρούλικα και αδύναμα. Η Τσίφτισα ήταν κάθε μέρα δίπλα τους, τα πρόσεχε και τα βοηθούσε. Όμως μια μέρα τα αντίκρισε και τρόμαξε! Ο βοσκός κάθε Άνοιξη έβαζε σε ορισμένα πρόβατα ένα κόκκινο σημάδι, μετά ένα φορτηγό ερχόταν κι έπαιρνε αυτά τα ζώα και δεν επέστρεφαν ποτέ. Τρόμαξε λοιπόν η Τσίφτισα όταν είδε πως τα αγαπημένα της προβατάκια είχαν πάνω τους το κόκκινο σημάδι, οπότε βάλθηκε να βρει έναν τρόπο να τα γλιτώσει.
Κάθε πρωί ένας άνθρωπος που έμεινε στο χωριό κατέβαινε στην πόλη με το αυτοκίνητό του που ήταν μεγάλο και πίσω είχε μια καρότσα. Έτσι το πρωί, πριν έρθει ο βοσκός, η σκυλίτσα πήρε τα προβατάκια, τα ανέβασε με πολύ ζόρι στην καρότσα, ανέβηκε κι αυτή, σκεπάστηκαν όλοι με έναν μουσαμά και το αυτοκίνητο ξεκίνησε για την πόλη.
Όταν έφτασαν στον προορισμό τους κατέβασε τα προβατάκια και τα οδήγησε κάπου σύμφωνα με το σχέδιό της. Θα τα πήγαινε σε ένα μέρος που φρόντιζαν τα ζώα, γιατί μια φορά που το αφεντικό της είχε βρει ένα πληγωμένο πουλάκι, το πήγε σε αυτό το μέρος για να το σώσουν.
Τα προβατάκια και η Τσίφτισα άρχισαν να περπατούν, ήταν πρωί και γύρω τους υπήρχε πυκνή ομίχλη που τους βοηθούσε στο να μην γίνουν αντιληπτοί. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, δάγκωσε απαλά τα ποδαράκια από τα προβατάκια (για να δείχνουν χτυπημένα) κι άρχισε να γαυγίζει δυνατά έξω από την πόρτα. Ο άνθρωπος του κέντρου άνοιξε την πόρτα και μόλις τα αντίκρισε είπε: «Τα καημένα είναι πληγωμένα θα τα φροντίσουμε άμεσα».
Η Τσίφτισα έφυγε χαρούμενη και ανακουφισμένη, βρήκε το αυτοκίνητο κρύφτηκε κάτω από τον μουσαμά και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Πεινούσε και διψούσε ήταν όμως πολύ ευτυχισμένη που είχε εξαφανίσει το κόκκινο σημάδι!
Καλό Πάσχα!