Η ζωή αλλιώς – Ο Κωπηλάτης της Αχερουσίας
Οι «Νεκρικοί Διάλογοι» του Λουκιανού, με τη ματιά του δικηγόρου Θέμη Παπαγιάννη
Επήλθε το μοιραίο την ώρα του ύπνου! Κι ήρθε ο ψυχοπομπός Ερμής και τον πήρε για το μεγάλο ταξίδι, το δίχως γυρισμό. Μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα πτήσης έφθασαν στο τέλος του ταξιδιού και…
-Α! Να και τα ποτάμια του Αδη! Ο Κωκυτός κι ο Πυριφλεγέθων όπου ξεπλένονται οι ψυχές και γίνεται η διαλογή τους για τον τελικό προορισμό. Παράδεισο ή Κόλαση!, είπε ο Ερμής και με ένα αερομακροβούτι τον απίθωσε απαλά στην όχθη της Αχερουσίας λίμνης. Κι ευχόμενος «Καλή διαμονή!!», έφυγε πετώντας για να συνοδεύσει κι άλλες ψυχές στο τελευταίο τους ταξίδι. Κοιτάζοντας ο άνθρωπός μας τα κατασκότεινα νερά της λίμνης βεβαιώθηκε, πως εδώ τελειώνει η Ζωή κι αρχίζει ο Θάνατος!
Αρχισε να ψάχνει τρόπο για να περάσει απέναντι στις πύλες του Αδη και στο «Βασίλειον του Πλούτωνος», αλλά παραδόξως δεν υπήρχε κανείς για να ρωτήσει! Για να περάσει η ώρα άρχισε να περιεργάζεται τον γύρω τόπο κι είδε τα δυο ποτάμια του Αδη -ο Κωκυτός κι ο Πυριφλεγέθων-, να κατεβάζουν με τα ορμητικά νερά τους κατοσταριές-κατοσταριές τις ψυχές.
Και στη μία όχθη τους οι Σατανάδες κάρφωναν με τα καμάκια και ξέπλεναν τις αμαρτωλές και με βαρειά αδικήματα ψυχές, που τις προόριζαν για τα πυρωμένα καζάνια της Κόλασης. Τις λιγότερο αμαρτωλές πάλι τις ετοίμαζαν για ηπιότερα τμήματα κολασμού και σωφρονισμού. Στην άλλη όχθη οι Αγγελοι έριχναν τα δίχτυα τους να ψαρέψουν τις αναμάρτητες και δίκαιες ψυχές με προορισμό τον Παράδεισο, αλλά, δυστυχώς, η «ψαριά» τους ήταν λιγοστή κι αμελητέα, που σίγουρα θα προκαλούσε την γκρίνια του Αγίου Πέτρου!! Εκστασιασμένος ο άνθρωπός μας απ’ το πρωτόγνωρο θέαμα δεν πήρε είδηση τη βάρκα που κατέφθασε απ’ την απέναντι όχθη, για να παραλάβει το καινούργιο φορτίο ψυχών και τον κωπηλάτη της να του γνέφει να πάει κοντά του, όπου τον περίμενε κι ο ψυχοπομπός Ερμής -που είχε επιστρέψει στο μεταξύ με καινούργιες παραλαβές ψυχών-, με την κατάσταση στα χέρια του για την επιβίβαση.
-Ποιος είναι αυτός; Ρώτησε τον Ερμή, δείχνοντας τον κωπηλάτη. – Δεν μας περνάει πλέον ο Χάρων απέναντι με τη βάρκα;
-Όχι! Αυτός είναι ο Μένιππος, απάντησε ο Ερμής. Κι επειδή δεν είχε τον οβολό να πληρώσει τα ναύλα, ούτε υπήρχε περίπτωση να γυρίσει στην προηγούμενη ζωή, τον καταδίκασε ο Αιακός να κωπηλατεί αιωνίως, για να ξεκουραστεί κι ο καϋμένος ο Χάρων!! Και πρέπει, ακόμη, να σου πω, για να ξέρεις, ότι απέναντι πηγαίνεις γυμνός, όπως σε γέννησε η μάνα σου κι ό,τι έχεις και δεν έχεις τ’ αφήνεις εδώ!
-Κι αυτός εκεί, γιατί τον αφήνετε και τα παίρνει όλα μαζί του; Ρώτησε απορημένος ο αφελής πολίτης μας δείχνοντας έναν καλοντυμένο άνδρα με χρυσά δαχτυλίδια και λοιπές αποσκευές, που μόλις είχε επιβιβαστεί σε ένα πολυτελές γιοτ, για να τον περάσει απέναντι!!
-Α! Αυτός είναι Very Important Person κι έχει ειδικό σημείωμα απ’ την επιτροπή Μίνωα-Αιακού-Ραδάμανθυ!!, εξήγησε ο Ερμής.
-Κι εδώ προνόμια και αδικίες ρε κερατάδες!!, μονολόγησε μουρμουριστά ο έρμος κι έκανε να επιβιβαστεί εν αδαμιαία περιβολή στη βάρκα. Μα πριν προλάβει ν’ ανέβει, κατέφθασε ο Χάρων ασθμαίνοντας μ’ ένα τηλεγράφημα στο χέρι και το έδωσε στον Ερμή. Κι αυτός, αφού το διάβασε συνοφρυωμένος, του είπε ότι πρέπει να ξαναφορέσει τα ρούχα του, γιατί γυρίζει πίσω στη Ζωή!! Κατακιτρίνισε ο ταλαίπωρος ακούγοντας το κακό μαντάτο!
-Όχιιιι!! Δεν φεύγω και δεν πάω πουθενά. Αφού λένε ότι οι ψυχές δεν γυρίζουν πίσω!! Και γιατί να γυρίσω; Δεν θέλω. Αρκετά ταλαιπωρήθηκα ζωντανός!
-Εστειλαν ειδοποίηση απ’ τη Ζωή, ότι το έσκασες κι άφησες απλήρωτους λογαριασμούς! Χρωστάς στο κράτος φόρους και χαράτσια! Χρωστάς φυσικό αέριο, ηλεκτρικό, τηλέφωνο, μέχρι και τα κοινόχρηστα άφησες απλήρωτα!! Χώρια τα δανεικά κι αγύριστα!
-Όχι, Ερμή μου! Σε θερμοπαρακαλώ! Μη με στέλνεις πίσω! Πλιιιιίιζ! Να! Κράτα με εδώ να κωπηλατώ αιώνια στη βάρκα και να βοηθώ τον Μένιππο, που κουράστηκε κι αυτός τόσα χρόνια!!
Και κουβέντα στην κουβέντα κι επειδή δεν έλεγε να ξεκουμπιστεί με το καλό, έπιασαν κι οι τρεις τους –ο Ερμής, ο Χάρων κι ο Μένιππος-, να τον σπρώξουν με το ζόρι στη Ζωή, αλλά αυτός αντιστεκόταν και χτυπιόταν και φώναζε απελπισμένα.
-Όχιιι, όχιιι! Δεν θέλω να γυρίσω πίσωωω!! Κουράστηκα να ζω και να δουλεύω για να πληρώνω φουσκωμένους λογαριασμούς, υπέρογκους φόρους και άδικα χαράτσια!! Βαρέθηκα! Σιχάθηκα να ψηφίζω για να διαφεντεύουν και να καταστρέφουν τη ζωή μου ανίκανοι, ιδιοτελείς και ψεύτες πολιτικοί με εξωνημένους δημοσιογράφους και παρατρεχάμενα τρωκτικά και πιράνχας, τάζοντάς μου επίγειους παραδείσους και λαγούς με πετραχήλια!!
Κι εκεί που χτυπιόταν και φώναζε αρνούμενος να ξαναζήσει, ξύπνησε απ’ τον εφιάλτη της επιστροφής, άνοιξε τα μάτια του και κατάλαβε ότι ζούσε ακόμη! «Ονειρο ήταν!», μονολόγησε.
Στα χέρια του κρατούσε το βιβλίο του Λουκιανού απ’ τα Σαμόσατα «Νεκρικοί Διάλογοι» και τους απλήρωτους λογαριασμούς και τα χρέη του. Και, ζαλισμένος ακόμη απ’ τον ύπνο, άκουγε τους δανειστές του να του φωνάζουν: «Απόδος, ω κατάρατε, τον οβολόν σου!!»