Γλωσσικές Διαδρομές – «Πόσες γιορτάζουν τα Χριστούγεννα;»
H φιλόλογος Ξένια Μουστάκα μας ξεναγεί στον υπέροχο κόσμο της ελληνικής γλώσσας
Από μικρό κορίτσι θυμάμαι πως οι γυναίκες στην οικογένειά μου είχαν τα Χριστούγεννα τον πρώτο λόγο σε όλα. Εκείνες, που τα χέρια τους μύριζαν προκοπή κι αξιοσύνη (εντάξει! το ξέρω πως γίνομαι λίγο παραπάνω ρομαντική κι ίσως να εκφέρω κι έναν λόγο παλιακό, μια και σήμερα δε χρειάζεται να αποδείξουμε την προκοπή και την αξιοσύνη μας στο σπίτι, στη γιορτή, στην εργασία μας, αλλά είναι αυτή δεδομένη και αποδεδειγμένη με τον κόπο και τους αγώνες μας, όμως μου έρχονται κι εμένα κάτι νοσταλγίες παιδικές και συγχωρήστε με!)… Κι εμείς τις φιλούσαμε και τις αγκαλιάζαμε κι είχαμε βαθιά συνείδηση -μέχρι τώρα που μεγάλωσα την έχω εγώ- ότι χωρίς τη μάνα μας, τη γυναίκα, στιγμή δεν κάναμε κι είχε έναν σωρό ρόλους, σαν ηρωίδα sci-fi. Ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά της…
Και τότε, βέβαια, παλαιότερα χρόνια, ο πατέρας μου, πασάς κι αφέντης με τίποτα δεν ήταν και την καμάρωνε τη μάνα μου. Και θα πρέπει να πω ότι μεγάλωσα σε μια οικογένεια που δεν είχε πάτερ φαμίλια κι ο δικός μου ο πατέρας, όταν έζησα τις πρώτες μου σχέσεις, μου έλεγε «παιδί μου, αν δεν περνάς όμορφα, φεύγεις» κι ένιωθα πάντα, είναι αλήθεια, ικανή κι έτοιμη να πω «γεια σας!» πριν ξεπεραστεί οποιοδήποτε όριο.
Αλήθεια, όλη αυτήν τη νοσταλγία την αφήσαμε πίσω μας και περάσαμε πράγματι σε εποχές αυτονόητης ισότητας; Ο Louis Wirth στον πρόλογο του έργου του Karl Mannheim «Ideology and Utopia» γράφει: «Τα σημαντικότερα πράγματα… που μπορούμε να ξέρουμε για έναν άνθρωπο είναι τι θεωρεί δοσμένο, και τα στοιχειωδέστερα και σημαντικότερα δεδομένα μιας κοινωνίας είναι εκείνα που σπάνια συζητούνται και γενικά θεωρούνται σαν λυμένα προβλήματα. Το 1983 άλλαξε το νομικό πλαίσιο καταργώντας το προικώο σύμφωνο και ορίζοντας την από κοινού διευθέτηση των ζητημάτων και λήψη αποφάσεων που αφορούν την οικογένεια. Και σταματήσαμε να συζητάμε; Λύσαμε το πρόβλημα;
Μέσα στη χρονιά που διανύουμε διαπράχθηκαν 15 γυναικοκτονίες, ενώ το πρώτο δεκάμηνο του τρέχοντος έτους καταγράφηκαν 19.000 περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και τις προάλλες δια στόματος του Υπουργού Δικαιοσύνης ακούσαμε ότι θα επιδιωχθεί να μην συμπεριληφθεί ο όρος «γυναικοκτονία» στο νέο νομοσχέδιο, καθώς «η κυβέρνηση έχει αποσαφηνίσει το θέμα ως εξής: το ποινικό μας σύστημα και όλων των προηγμένων χωρών του κόσμου, προστατεύει την ανθρώπινη ύπαρξη, την ανθρώπινη ζωή. Μπορεί να είναι άνδρας, γυναίκα, παιδί, ηλικιωμένος και δεν μπορούμε να ρευστοποιήσουμε την έννοια του ανθρώπου μέσα στο ποινικό σύστημα, και να πούμε άλλος άνθρωπος είναι ο ένας – άλλος άνθρωπος είναι ο άλλος. Αν κάποιος επιχειρήσει να αφαιρέσει μια ανθρώπινη ζωή, τιμωρείται με την εσχάτη των ποινών, εφόσον κριθεί ένοχος, που σημαίνει ισόβια δεσμά».
Ωστόσο, είναι συνενοχή στο έγκλημα να εθελοτυφλούμε. Oι γυναικοκτονίες προσδιορίζονται και διακρίνονται ως τέτοιες, διότι έχουν συγκεκριμένα χα- ρακτηριστικά. Διαπράττονται κυρίως από συντρόφους, άλλοτε σε συνθήκη γάμου, διάστασης ή διαζυγίου και άλ- λοτε σε συνθήκη γονεϊκότητας. Τις περισσότερες φορές οι δολοφονίες αυτές είναι το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης βίαιης, ελεγκτικής και καταναγκαστικής συμπεριφοράς μέσα στη σχέση. Όπως τονίζεται στην ιστοσελίδα του ελληνικού τμήματος του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία, «η γνώση αυτή κάνει κάθε γυναικοκτονία αρκετά πιθανή κι όχι μια παράδοξη ανατροπή, όπως παρουσιάζεται». Πρόκειται, λοιπόν, για εγκλήματα μίσους και έμφυλης βίας (και όχι εγκλήματα φόνου, όπως ο φό- νος μιας αστυνομικού σε μια ληστεία), βαθιά εξουσιαστικά, που έχουν τη ρίζα τους σε πατριαρχικές νοοτροπίες καλλιεργημένες συστηματικά μέσα στον χρόνο.
Η ίδια η λέξη «γυναικοκτονία» είναι σύνθετη με πρώτο συνθετικό το θηλυκό ουσιαστικό «η γυναίκα» και δεύτερο το ρήμα «κτείνω», που σημαίνει σκοτώνω, καταδικάζω κάποιον σε θάνατο, σύμφωνα με το ετυμολογικό λεξικό του Chantraine. Στη νέα ελληνική το ρήμα «αποκτείνω», ευρέως χρησιμοποιούμενο στην καθαρεύουσα, αντικαταστάθηκε από το ρήμα «σκοτώνω», ενώ όλη η οικογένεια του ρήματος «κτείνω», ήδη στην αρχαιότητα, αντικαταστάθηκε από τα «φόνος» και «φονεύω». Κι ενώ στο λεξικό καταγράφονται ως πρώτα συνθετικά του παράγωγου -κτόνος τα ανδρο-, μητρο, ξενο-, πατρο-, παιδο-, δεν είδα το γυναικο-. Γιατί; Μα, γιατί το θεωρούσαμε επί σειρά ετών, για αιώνες μάλλον, από πάντα ίσως, λυμένο πρόβλημα. Ήταν μια δολοφονία ανθρώπου. Όχι, δεν είναι, για τους λόγους που παρατέθηκαν ψύχραιμα παραπάνω.
Ας δούμε τι μας επιφυλάσσει η έρευνα της γλώσσας. Σύμφωνα με τα ετυμολογικά λεξικά Chantraine και Μπαμπινιώτη, η λέξη «γυνή» δηλώνει τη γυναίκα που ενώνεται με έναν άνδρα, την παλλακίδα, συνυπάρχει όμως και αντικαθιστά άλλα ονόματα για τη σύζυγο, όπως δάμαρ και άλοχος. Ήδη από τον Όμηρο χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την παντρεμένη γυναίκα, σε αντιδιαστολή προς το ουσιαστικό «εταίρα» συνδυάζοντας τις σημασίες «άνθρωπος γένους θηλυκού» και «σύζυγος». Η γυνή, λοιπόν, προσδιορίζεται σε σχέση με τον άνδρα.
Ας θυμηθούμε κι εκείνο το περίφημο «παντρεμένη», «υπανδρευμένη», υπό, κάτω, τέλος πάντων, από τον άνδρα της, ενώ πριν από αυτό ήταν «δεσποινίς», δεσποζόμενη δηλαδή από τον πατέρα της. Θα επιμείνω εγώ σε αυτό το «γυναίκα κυρία», κυρία του εαυτού της, πλήρης, αυτόνομη, με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, με το δικαίωμα και τη χαρά να φροντίσει και να φροντιστεί, να γιορτάσει και να γιορταστεί, να τιμήσει και να τιμηθεί, να εξελιχθεί, να αναδειχθεί. Αφήστε την αυτά κι όλα τα Χριστούγεννα να βάλει το καλό της φόρεμα ή ό,τι επιθυμεί, να λάμψει, να ζήσει. Κι όχι, δεν είναι αυτονόητο. Κάποιες δε θα γιορτάσουν. Λιγοστεύουμε. Αφιερώνω αυτή την ευκαιρία να γράψω για τις Γιορτές στη γυναίκα. Θα γιορτάσω περισσότερο, θα κοιμηθώ ήσυχα, ύστερα, όταν κατοχυρωθεί ο όρος νομικά και θεσμικά. Καλές Γιορτές σε όλους, όλες κι όλα μας!