Μέσα στο μυαλό του Λάκη Λαζόπουλου
Η Λάρισα, οι παιδικές αναμνήσεις, οι επιθυμίες και η προσωπική Ιθάκη του καλλιτέχνη
Μεγάλωσε στην οδό Γαλάτη στη Λάρισα, έπαιζε σε μια αλάνα πίσω από τις παλιές φυλακές και τα καλοκαιρία πήγαινε με το ΚΤΕΛ για μπάνιο στον Πλαταμώνα. Ήταν η εποχή που οι μάνες έριχναν παντόφλα, η νεολαία χόρευε στην Αναμπέλα και στο σχολείο οι δάσκαλοι μετρούσαν με τον χάρακα το μήκος των μαλλιών. Ο Λάκης Λαζόπουλος αποχωρίζεται για λίγο τα φώτα της δημοσιότητας και μας ξεναγεί στον προσωπικό του κόσμο, στις εσωτερικές σκέψεις και τις εμπειρίες που τον διαμόρφωσαν, αποκαλύπτοντας τον άνθρωπο, πίσω από τον καλλιτέχνη.
Η πρώτη ανάμνηση
Μεγάλωσα στη Λάρισα, στην οδό Γαλάτη 37. Μια από τις πρώτες αναμνήσεις που έχω ως παιδί -κάπου περίπου σττην ηλικία των δύο ετών- είναι από την αυλή του πατρικού μου τη στιγμή που γκρεμίζουν μια παλιά κάμαρη στην οποία έμενε η γιαγιά μου για να χτίσουν στη θέση της ένα καινούργιο δωμάτιο. Εγώ, σκάβοντας στα χώματα είδα ένα ποντίκι, τρόμαξα και έπεσα προς τα πίσω.
Αυτή είναι η πρώτη ανάμνηση που έχω ως παιδί από το σπίτι μου.
Τα παιδιά της γειτονιάς μου…
Εκεί στην οδό Γαλάτη ήταν τότε οι παλιές φυλακές κι από πίσω ακριβώς είχε μια αλάνα όπου πηγαίναμε και παίζαμε. Θυμάμαι είχα ένα σπάγκο με ένα κομμάτι πίσσα που τον βάζαμε μέσα στις τρύπες στο χώμα και ξετρυπώναμε τα μαμούνια από τις φωλιές τους.
Τα περισσότερα παιδιά συνήθιζαν να παίζουν μπάλα, εμένα μου άρεσε να παρακολουθώ πάντα. Παρακολουθούσα, σκεφτόμουνα, και έπαιζα κυνηγητό και κρυφτό με τους φίλους μου, την παρέα της γειτονιάς. Τους θυμάμαι όλους έναν-έναν.
Το σπασμένο παράθυρο…
Σαν παιδί ήμουν πάρα πολύ ήσυχο και ήρεμο, δεν έκανα καμία ζημιά κι ήμουνα εξαιρετικά επιμελής στα μαθήματά μου. Θυμάμαι μια φορά που η μάνα μου είχε πάρει τη σκούπα για να ξεπροβοδίσει τα νερά στον υπόνομο που ήταν δύο-τρία τετράγωνα παραπέρα, εγώ είχα γυρίσει σπίτι από το σχολείο και περίμενα να μπω.
Έλα όμως που η μάνα μου είχε πιάσει το μασλάτι με τις γειτόνισσες κι εγώ ήθελα να κάνω τα μαθήματά μου. Πάντα όταν σχολούσα ήθελα πρώτα – πρώτα να τελειώσω τα μαθήματα για την επόμενη μέρα. Έπιασα λοιπόν μια πέτρα κι έσπασα το παράθυρο για να μπω στο σπίτι και να διαβάσω.
Όταν γύρισε η μάνα μου και είδε το παράθυρο σπασμένο, της είπα: «Άλλη φορά να μην αργείς, γιατί εγώ έχω διάβασμα» και εκείνη άρπαξε μια παντόφλα και μου την έφερε στο κεφάλι. «Είσαι ηλίθιο παιδί μου; Χειμώνα καιρό ποιο παιδί σπάει το παράθυρο για να μπει μέσα στο σπίτι; Τα παιδιά σπάνε τα παράθυρα για να βγουν, όχι για να μπουν!», αναφώνησε. Τέτοιος ήμουν λοιπόν, ένα παιδί που έσπαγα το παράθυρο για να μπω μέσα να διαβάσω.
Είναι πάρα πολύ δύσκολο να επιστρέψω στη Λάρισα, παρότι κάθε φορά που επιστρέφω νιώθω απόλυτα οικεία.
Θα ήθελα όμως στον βαθμό που μπορώ, να συμβάλλω για το Θεσσαλικό Θέατρο.
Στα θρανία
Η Λάρισα για μένα ήταν πάντα όμορφη. Γιατί ζούσα σ΄ αυτήν, είχα την όμορφη παρέα μου, το ποδήλατό μου και γύρναγα. Πηγαίναμε στη Γεωργική Σχολή, στο ποτάμι, κάναμε εκδρομές συνέχεια. Πηγαίναμε στον Πλαταμώνα, με το ΚΤΕΛ βέβαια ή νοικιάζαμε όλη η γειτονιά το ΚΤΕΛ και μας πήγαινε. Στο Τσάγεζι και στον Αγιόκαμπο τότε πηγαίναμε πολύ πιο δύσκολα.
Τα μαθητικά χρόνια
Δημοτικό πήγαινα στο 1ο και Γυμνάσιο στο 2ο. Τα μαθητικά χρόνια, επειδή ήταν και δικτατορία, ήταν κάπως παράξενα αλλά το κατάλαβα μετά, αφού αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία. Δεν καταλάβαινα γιατί έπρεπε να ζούμε έτσι, νόμιζα πως έτσι είναι η ζωή και τα πράγματα στο σχολείο ήταν πάρα πολύ αυστηρά τότε.
Θυμάμαι στο Γυμνάσιο, όταν μπαίναμε στις τάξεις κάθονταν οι καθηγητές σε παράταξη δεξιά κι αριστερά κι ήλεγχαν το μήκος των μαλλιών μας, που έπρεπε να είναι όσο πιο κοντά γίνεται. Εγώ, επειδή μου άρεσε να τα έχω λίγο πιο μακριά, τα έβρεχα αποβραδίς με νερό και λεμόνι για να κοκαλώσουν, φορούσα και μια κάλτσα της μάνας μου στο κεφάλι ώστε να πατιούνται και να φαίνονται κοντύτερα το πρωί που θα περνούσαμε από την εξέταση σαν τα πρόβατα. Πάντα σε αυτή την πρωινή διαδικασία υπήρχε και ένας συμμαθητής μας που τον έβαζαν να τραγουδά εθνοπατριωτικά τραγούδια πριν μπούμε στις τάξεις.
Το μόνο θετικό εκείνης της περιόδου είναι ότι έμαθα καλά αρχαία ελληνικά, έμαθα και την καθαρεύουσα, έμαθα και την αρχαϊκή. Τη νεοελληνική τη μάθαμε πολύ αργότερα. Δηλαδή οι αλλαγές των εποχών με ανάγκασαν να μάθω όλο το φάσμα των ελληνικών.
Στη ντισκοτέκ
Η πρώτη μου έξοδος ήταν θυμάμαι στη ντισκοτέκ Αναμπέλα που ήταν στο τέλος της 28ης Οκτωβρίου. Έβλεπε φάτσα τον σιδηροδρομικό σταθμό της Λάρισας. Ήταν Σάββατο, έβρεχε και όταν βγήκαμε από το μαγαζί λίγο μετά τα μεσάνυχτα, μας περίμενε η μάνα μου με μια γειτόνισσα κρατώντας ομπρέλες, για να μας γυρίσουνε σπίτι. Θυμάμαι πολύ έντονα τη μάνα μου γιατί φορούσε μία καπαρντίνα κι από κάτω ήταν με το νυχτικό. Στην πορεία όλες αυτές οι εικόνες αποτέλεσαν για μένα τεράστιο υλικό για να μπορέσω να περιγράψω την ελληνική κοινωνία. Είχαμε συγγενείς στα χωριά γύρω από τη Λάρισα, στη Νίκαια απ΄ όπου καταγόταν ο πατέρας μου, στη Χάλκη που ήταν η θεία μου, στα Δελέρια… Πολλές φορές πήγαινα σε διάφορα χωριά μαζί με τον πατέρα μου που δούλευε στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών και γύρναγε όλο τον κάμπο. Κι αργότερα, όταν ήμουν φοιτητής στο πανεπιστήμιο, δούλεψα με τον πατέρα μου στο Οινοποιείο Τυρνάβου.
Όλες οι αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια στη Λάρισα, η μάνα μου, η γειτονιά, οι φίλοι έγιναν για εμένα το υλικό για να περιγράψω την ελληνική κοινωνία.
Η Νομική
Άρχισα να πολιτικοποιούμαι με το που μπήκα στο Πανεπιστήμιο. Όταν έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη Νομική άρχισα να έρχομαι σε επαφή με τους φοιτητές, με τις ανησυχίες της εποχής. Ήμασταν η μετά το Πολυτεχνείο γενιά και είχαμε μια, ας το πούμε υποχρέωση, να μεταφέρουμε το όραμα της γενιάς του Πολυτεχνείου. Είχα επιρροές βέβαια από κάποιους ανθρώπους. Τότε μπήκα στην Πανσπουδαστική όπου και παρέμεινα όλα τα φοιτητικά μου χρόνια. Το θέατρο ωστόσο ήταν πάντα η μυστική μου προτεραιότητα.
Το θέατρο και το Θεσσαλικό Θέατρο
Ήταν κάτι που το είχα αποφασίσει πριν κλείσω τα έξι. Ήξερα ότι μια μέρα θα γίνω ηθοποιός. Αυτό που δεν ήξερα τότε ήταν ότι θα γράφω κιόλας, παρότι στη διάρκεια της χούντας έγραφα διάφορα θεατρικά έργα και τα κρατούσα σπίτι μου ή τα έπαιζα μόνος μου σε ένα μαγνητόφωνο που μου είχε κάνει δώρο ο θείος μου από την Αμερική. Για καλή μου τύχη, εκείνη την περίοδο είχε δημιουργηθεί το Θεσσαλικό Θέατρο στη Λάρισα κι έτσι βρήκα τη δίοδο προς το φως.
Αφορμή στάθηκε μια πρόσκληση που είχα απευθύνει προς το Θεσσαλικό, όντας ακόμη φοιτητής, να έρθουν να παίξουν στην Κομοτηνή. Ήταν η πρώτη παράσταση του Θεσσαλικού, εκτός Θεσσαλίας. Το βράδυ λοιπόν μετά την παράσταση η Βαγενά με ρώτησε αν θα μπορούσα να γράψω και εγώ με σιγουριά της απάντησα «Βεβαίως, ασφαλώς! …Αλλά τι να γράψω;». Μου λέει: «Επιθεώρηση». Λέω «Δεν ξέρω τι είναι η επιθεώρηση….», γιατί δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Μου εξήγησε λοιπόν κι εγώ για να μην χάσω την ευκαιρία κάθισα όλο το βράδυ και έγραφα για να προλάβω να παραδώσω το κείμενό μου μέχρι τις 11 το πρωί την επόμενη ημέρα που θα έφευγαν με το λεωφορείο για τη Λάρισα. Μετά από καιρό η Βαγενά μου τηλεφώνησε και έτσι τα πρώτα κείμενά μου μπήκαν στο «Κάτι τρέχει στα γύφτικα» που ανέβηκε το 1980 κι έκανε τεράστια επιτυχία. Από εκεί ξεκινάει και η κουβέντα για το δικό μου όνομα στο θέατρο.
Στον δρόμο προς Αθήνα
Στην Αθήνα κατέβηκα σχεδόν αυτόματα, με το που παίχθηκε το «Κάτι τρέχει στα γύφτικα». Τότε έπεσαν όλοι πάνω μου και μου ζητούσαν συνεργασία, ως κάτι καινούργιο στη γραφή της επιθεώρησης. Το καινούργιο βέβαια ήταν ότι εγώ στην πραγματικότητα δεν ήξερα να γράφω επιθεώρηση και αυτό που έγραφα, ήταν εν τέλει μια νέα δική μου φόρμα.
Έτσι, ο Σταμάτης Φασουλής μου πρότεινε συνεργασία με το Ελεύθερο Θέατρο που γινόταν τότε Ελεύθερη Σκηνή και εγώ προτίμησα την πρότασή του από άλλες που είχα, γιατί μου ταίριαζε καλύτερα. Παράλληλα, όσο σπούδαζα ακόμα, έγραψα κείμενα και για την επόμενη παράσταση του Θεσσαλικού Θεάτρου, το «Χαιρέτα μου τον πλάτανο» και το καλοκαίρι του ’81 βρέθηκα στην Αθήνα στο «Της Ελλάδας το κάγκελο» όπου γράφω και παίζω.
Η Αθήνα
Η ζωή στην Αθήνα τα πρώτα χρόνια ήταν ελκυστική. Η αλήθεια όμως είναι πως στην πραγματικότητα δεν μου άρεσε ποτέ η Αθήνα, με γοήτευε όμως η ζωή εδώ. Δεν μου άρεσε αυτή η απόλυτη κακογουστιά που υπάρχει, που περνιέται και για γούστο. Δεν καταλάβαινα τι ωραίο βρίσκουν σε αυτή την πόλη. Αλλά μου άρεσε η Αθήνα όταν νύχτωνε. Διασκέδαζα πάρα πολύ, είχα κάνει ωραίες παρέες, πηγαίναμε σε διάφορα καλλιτεχνικά στέκια, έγινα φίλος με όλους τους μεγάλους της εποχής, με αγκάλιασαν μπορώ να πω, με καλοδέχτηκαν, μου άνοιξαν τις πόρτες τους, σαν να με ήξεραν χρόνια.
Η πολιτική σάτιρα
Μετράω ήδη την τρίτη συμμετοχή μου σε επιθεώρηση και η επιθεώρηση γίνεται το είδος που αγαπώ, κι αυτό που με ανέδειξε. Πλέον αρχίζω να βρίσκω ενδιαφέρον στην πολιτική σάτιρα, ξαναδιαβάζω ή καλύτερα μελετώ τα έργα του Αριστοφάνη που ήδη διάβαζα από τα χρόνια του πανεπιστημίου και βλέπω αρκετό θέατρο, γιατί μέχρι τότε είχα δει πέντε – έξι παραστάσεις με τη Βουγιουκλάκη, τον Κούρκουλο, την Καρέζη. Από όσα είχα δει μέχρι τότε εκείνο που με σημάδεψε ήταν «Το μεγάλο μας τσίρκο» με την Καρέζη και πάντα επιθυμούσα να κάνω μια παράσταση με τραγούδια και μουσική, τόσο έντονη και συγκινησιακή που να μιλά στις ψυχές των ανθρώπων. Αν ένα έργο με χαρακτήρισε απόλυτα νομίζω ότι είναι «Το μεγάλο μας τσίρκο». Την πολιτική σάτιρα τη μελέτησα καιρό μέσα από τον Αριστοφάνη. Είδα με ποιον τρόπο αποδομούσε τις δομές της εξουσίας και σιγά-σιγά άρχισα να διαβάζω και για τον ίδιο και τον βίο του. Είδα την αυτοεξορία του, είδα πως έφυγε και κάπως μέσα στο κεφάλι μου, ασυναίσθητα πως, φώλιασε η σκέψη πως με έναν τρόπο θα έχω κι εγώ την ίδια τύχη. Πως κάποια στιγμή οι λέξεις μου θα ενοχλήσουν και θα προσπαθήσουν να με απομονώσουν, όπως και έγινε.
Τι μου έμαθε το σανίδι
Το σανίδι είναι όμορφο γιατί σου δίνει την ευκαιρία να δείξεις στον κόσμο την αγάπη σου, να κάνεις τους ανθρώπους να περάσουν καλά και να σε αγαπήσουν κι αυτοί. Αυτή η σχέση ωστόσο είναι πολύ περίεργη γιατί όσο μεγαλώνει η φήμη σου τόσο ο κόσμος επιλέγει να σε ξέρει μέσα από λόγια άλλων παρά να σε γνωρίσει τον ίδιο. Δικοί μου άνθρωποι, που σιγά-σιγά βγήκαν από τη ζωή μου, είναι αυτοί που ένιωσα ότι κάποια στιγμή είχαν απορίες για μένα οι οποίες δεν δικαιολογούνταν να υπάρχουν σε ανθρώπους κοντινούς που ζούσαν δίπλα μου. Οπότε καταλάβαινα ότι αναπόδραστα ταυτίζονταν μαζί με όλους εκείνους που σε κάθε καλλιτέχνη φορτώνουν πάντα τα δικά τους. Το σανίδι επίσης μου έμαθε ότι θα πρέπει εγκαίρως και να το αφήσω. Δεν μου αρέσει να πάω στα βαθιά γεράματα και να παίζω.
Τι μου έμαθε η ζωή
Για τη ζωή μου παίρνω μαθήματα από την ίδια τη ζωή, δεν παίρνω από το σανίδι. Από τη ζωή λοιπόν έμαθα ότι το ωραιότερο είναι να ακολουθείς τους ρυθμούς και τον δρόμο που σε οδηγεί κι εμένα εύχομαι και ελπίζω να με πάει η ζωή στην Πάρο, να απολαμβάνω τον χρόνο διαβάζοντας και γράφοντας, να ζωγραφίζω. Κυρίως να ζωγραφίζω, γιατί όπως μου είπε και ο φίλος μου Αποστόλης Χατζαράς, που κάναμε μαζί την πρώτη έκθεση ζωγραφικής «Εδώ στο καναβάτσο, ό,τι του πεις αυτό και είναι. Δεν υπάρχει καμία άλλη συνεννόηση. Τα χρώματα, η φαντασία σου, η ψυχή σου κι αυτό απέναντι». Και νομίζω ότι μου αρέσει να φτάσει ο καιρός που δεν θα έχω κανέναν ενδιάμεσο σ΄αυτό που θέλω να δημιουργήσω. Ό,τι κι αν είναι αυτό. Η ζωή μου έμαθε επίσης να προσπερνάω και να προχωράω μπροστά, να μην γυρνάω, να μην ακούω. Εν πάση περιπτώσει νομίζω ότι από μικρός έχω «καταπιεί» τον Οδυσσέα και καταλαβαίνω πως ό,τι περνάω είναι μια διαδρομή η οποία θα καταλήξει στην Ιθάκη.
Η πίστη
Πιστεύω στον Θεό. Προσεύχομαι πάντα. Δεν πιστεύω στις εκκλησίες, δεν πιστεύω στους παπάδες, δεν μ’ αρέσει όλο αυτό το χρυσομάνι που φορούν και μπαίνουν στους ναούς ενώ πίσω τους στέκονται οι άγιοι, φτωχικά και ασκητικά ντυμένοι μέσα στις εικόνες τους και μπροστά τους, σαν ιδιοκτήτης των εικονισμάτων ένας άνθρωπος που πολλές φορές δεν μ’ αρέσει καν το βλέμμα του. Όμως η επικοινωνία με τον Θεό είναι κάτι βαθύτερο, είναι κάτι ανθρώπινο και σέβομαι και εκτιμώ όλους τους ανθρώπους που επικοινωνούν με τον δικό τους Θεό, όποιος κι αν είναι αυτός. Πιστεύω πάντα στο μέλλον γιατί και το χειρότερο μέλλον να είναι, αυτό θα είναι. Το παρελθόν είναι σαν ένα φαγητό που περίσσεψε, που το τρώμε κρύο όταν μεγαλώσουμε.
Η ευτυχία
Με κάνει ευτυχισμένο να είμαι με τις παρέες μου, να γελάμε, να ξέρω ότι οι άνθρωποι γύρω μου περνάνε όμορφα, να κάθομαι ήρεμος μέσα στο σπίτι μου, να διαβάζω, να ρεμβάζω, να χαζεύω. Λέω τώρα λέξεις, επιθυμίες, που έχω χρόνια να ζήσω. Δεν νομίζω ότι όλα αυτά τα χρόνια το μυαλό μου έχει κάνει ένα διάλειμμα για να ηρεμήσει. Κι αν έχω κάτι που μου δίνει και με γεμίζει, νομίζω πως είναι η φαντασία μου. Γι΄ αυτό μου αρέσει και το μέλλον. Άλλωστε το μυαλό δεν συγκρατεί ποτέ το παρόν. Για μένα δεν υπάρχει ο παρόντας χρόνος, αυτό που λέμε «ζήσε το παρόν». Ούτε το ξέρω, ούτε θα το καταφέρω ποτέ. Στη δική μου θεώρηση, ο άνθρωπος είναι αέναα κομμάτια από το παρελθόν του και αν είναι ζωντανή η φαντασία μένει ζωντανός και ο άνθρωπος. Θα έλεγα ότι το μότο μού είναι «Ζήσε τη φαντασία σου».
Η επιστροφή
Είναι πάρα πολύ δύσκολο να επιστρέψω στη Λάρισα παρότι κάθε φορά που επιστρέφω νιώθω απόλυτα οικεία, με δέχονται με πολλή αγάπη οι Λαρισαίοι, νιώθουν και νιώθω ότι είμαστε συντοπίτες. Θα ήθελα όμως στον βαθμό που μπορώ να συμβάλλω για το Θεσσαλικό Θέατρο, αλλά ξέρω ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να είμαι εκεί με όλες μου τις δυνάμεις. Στη σημερινή εποχή όμως δεν χρειάζεται να παρίστασαι παντού, και θα μου άρεσε να μπορώ να προσφέρω με κάποιον τρόπο. Να γίνει ίσως μία παράσταση του Αριστοφάνη που να την γράψω, να φτιάξω το έργο και να ανέβει από το Θεσσαλικό.
Μια ευχή
Αν η ευχή είναι κάτι που δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ τότε η ευχή μου είναι να ομονοήσουμε. Αν είναι να πραγματοποιηθεί τότε εύχομαι να πάμε τους εαυτούς μας ένα βήμα παραπέρα και πάντα πιο κοντά στην αλήθεια γιατί αυτή τη στιγμή οι Έλληνες ευημερούν επειδή το λένε οι τηλεοράσεις.
Είναι η πρώτη φορά που συμπεριφερόμαστε σαν τηλεκατευθυνόμενοι. Βεβαίως πάντα υπάρχει κι η ευχή που έκανε η μάνα μου και που μικρό με γέμιζε ελπίδα «Καλά Χριστούγεννα να ‘χουμε, να ‘χουμε χαρά, να έχουμε το σπίτι μας, να έχουμε τη ζωή μας, να αγαπάμε τους δικούς μας». Νομίζω ότι όσο περνούν τα χρόνια αυτή η ευχή μοιάζει καλύτερη, ε;