Λογοτεχνία του δρόμου – Η οδός Αλέξανδρου Κοτζιά
Η οδός «ΑΛΕΞ. ΚΟΤΖΙΑ», πήρε το όνομα της από τον πεζογράφο Αλέξανδρο Κοτζιά (27 Ιανουαρίου 1926 – 1992). Δεν πρόκειται για έναν δημόσιο δρόμο, και δεν είναι, όπως πληροφορούμαστε από την Πολεοδομία της Λάρισας, εγκεκριμένο από τα ρυμοτομικά σχέδια της πόλης. Αντίθετα έχει καταχωρηθεί στα αρχεία ως ένα ιδιωτικό δίκτυο. Το συγκεκριμένο, λοιπόν, δίκτυο, που βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της πόλης, είναι αδιέξοδο, και ανήκει στη συνοικία Αγ. Αθανάσιος. Έχει μήκος μέτρα περίπου 170. Όπως τελειώνει την αρίθμησή της η οδός Παλαμίδου και συναντάει κάθετα την οδό Σκουφά και αφού διαβούμε με ελάχιστους βηματισμούς την Σκουφά, το δίκτυο «ΑΛΕΞ. ΚΟΤΖΙΑ» αποτελεί τη νοητή προέκταση της Παλαμίδου. Το δίκτυο αυτό δεν έχει αρίθμηση και από τα αριστερά, καθώς το βαδίζουμε, βλέπουμε την πίσω όψη δύο πολυκατοικιών, ενώ στα δεξιά έναν ασκεπή χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων.
Δεν έχει άσφαλτο, αλλά χαλίκι. Στα αρχεία της Πολεοδομίας δεν βρέθηκε καταχωρημένη η απόφαση για την ονοματοθεσία του δρόμου και έτσι υποθέτουμε ότι πρόκειται για μια παλιά απόφαση που είτε χάθηκε το αρχείο της είτε δεν αρχειοθετήθηκε ποτέ. Είναι, επιπλέον, απορίας άξιο το πώς ονοματοθετήθηκε αυτό το ιδιωτικό δίκτυο, αλλά ούτε σε αυτό καταφέραμε να βρούμε απάντηση.
Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος του Παναγιώτη Κοτζιά και της Ξένης Αλεξανδροπούλου. Αδελφός του ήταν ο συγγραφέας Κωστής Κοτζιάς. Περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές στην Αθήνα και εν συνεχεία εγγράφηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών, από την οποία όμως δεν αποφοίτησε ποτέ. Ασχολήθηκε για ένα διάστημα με τις οικοδομικές επιχειρήσεις. Υπήρξε διευθυντής του γραφείου Τύπου της ελληνικής Πρεσβείας του Λονδίνου καθώς και διευθυντής και ειδικός σύμβουλος της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών. Πέθανε στην Τζιά το 1992, όταν έπεσε με την πλάτη από ύψος τριών μέτρων. Ήταν παντρεμένος με την Ελένη Αποστόλου και είχαν αποκτήσει δυο παιδιά.
Λογοτεχνικό έργο:
Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα με τη δημοσίευση διηγήματος στα «Μαθητικά Γράμματα» και εν συνεχεία δημοσίευσε πληθώρα μεταφράσεων και μυθιστορημάτων. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και την λογοτεχνική κριτική συνεργαζόμενος με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά όπως η «Μεσημβρινή», «Το Βήμα», η «Φιλολογική Καθημερινή», την επιμέλεια της οποίας είχε αναλάβει κατά την περίοδο 1975 – 1982 κ.α. Κατά τη διάρκεια της Χούντας των Συνταγματαρχών συμμετείχε στην έκδοση των «Δεκαοχτώ Κειμένων» και υπήρξε ένας εκ των υπευθύνων της έκδοσης προκειμένου να αποφευχθεί πιθανή δίωξη στην εκδότρια των εκδόσεων Κέδρος, Νανά Καλλιανέση. Αργότερα συμμετείχε στην έκδοση «Νέα Κείμενα Ι» και «Νέα Κείμενα ΙΙ». Υπήρξε ένας εκ των σημαντικότερων μεταπολεμικών συγγραφέων ενώ για το έργο του «Φανταστική Περιπέτεια» (εκδόσεις Κέδρος, 1986) είχε τιμηθεί με το Α΄ Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος. Διετέλεσε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, της οποίας χρημάτισε σύμβουλος και αντιπρόεδρος (1982-1984).