Λαρισαίων ενθυμήματα – Νίτσα Ιωαννίδου μια πρωτοπόρος επιχειρηματίας
Η κυρία Ελένη (Νίτσα στην πορεία) από την Τσαριτσάνη, ανάμεσα σε πολέμους, κλωστές και υφάσματα κατάφερε να γράψει τη δική της ιστορία στο επιχειρείν, να γίνει σύζυγος, μητέρα και γιαγιά αλλά και -όπως λέει η ίδια με καμάρι- η πρώτη γυναίκα που οδήγησε βέσπα στη Λάρισα.
Είναι μεσημέρι και η Λάρισα βράζει, σε αντίθεση με το γραφείο όπου το κλιματιστικό δημιουργεί ιδανικές συνθήκες άνεσης, στους 22 βαθμούς. Το τηλέφωνο χτυπά και από την άλλη άκρη της γραμμής ακούγεται μια γυναικεία φωνή. ≪Γεια σας, είμαι η κ. Νίτσα Ιωαννίδου, που είχα τον οίκο νυφικών, με θυμάστε; Θα ήθελα να σας μιλήσω. Πότε θα μπορούσα να σας δω; Μπορώ να έρθω τώρα από το γραφείο; Θα πάρω το λεωφορείο από τη Νεάπολη≫. Λίγη ώρα μετά η κ. Νίτσα, ευγενική, περιποιημένη και δροσερή, παρά την αφόρητη ζέστη και τα 91 της χρόνια, περνούσε τις πόρτες των Θεσσαλικών Επιλογών με ένα κουτί γλυκά και ένα φωτογραφικό άλμπουμ στα χέρια. Κρατούσε τη ζωή της.
Γεννήθηκε στην Τσαριτσάνη στις 15 Ιουνίου του 1927. Ο πατέρας της διατηρούσε καφενείο στην πλατεία της ιστορικής κωμόπολης το οποίο έκλεισε στη διάρκεια της κατοχής. Δυο χρόνια πριν τη σφαγή και την πυρπόληση της Τσαριτσάνης (12 Μάρτη του 1943), η οικογένειά της εγκατέλειψε το χωριό και περπατώντας μέσα στη νύχτα, αναζήτησε προσωρινό καταφύγιο σε συγγενικά πρόσωπα στην Ελασσόνα και από εκεί στη Λάρισα.
Η κ. Νίτσα ήταν τότε 16 – 17 ετών, απόφοιτος γυμνασίου και έψαχνε για δουλειά καθώς η οικογένεια της ζούσε στα όρια της ανέχειας. Από μια φίλη μαθαίνει ότι στην υφαντουργική εταιρεία Αστερίου και Χαλκιά η οποία φτιάχνει κουβέρτες, σεντόνια και αλατζά, ζητούν καρουλίστρες.
Πάει και, καθώς ετοιμάζεται να υπογράψει τα χαρτιά της πρόσληψης, ο επιχειρηματίας Χαλκιάς παρατηρεί ότι ξέρει να βάζει την υπογραφή της. Έτσι την παίρνει από την παραγωγή και της δίνει δουλειά στο λογιστήριο. Το 1950 γνωρίζει τον μέλλοντα σύζυγό της, αρραβωνιάζονται και το ’52 παντρεύονται. Για ταξίδι του μέλιτος πάνε στη Θεσσαλονίκη με το λεωφορείο.
Επισκέπτονται τη ΔΕΘ, πίνουν την περίφημη μαύρη μπύρα και κοιμούνται σε ράντζο στον διάδρομο ενός ξενοδοχείου καθώς δεν υπάρχει δωμάτιο, ούτε για δείγμα. Οικονομικά τα βγάζουν δύσκολα, υπάρχει όμως πολύ αγάπη.
θυμάται η κ. Νίτσα και νοσταλγεί, μιλώντας για τα ταξίδια με τις βέσπες, τους φίλους, τις εκδρομές στην εξοχή.
Πρωτοπόρος επιχειρηματίας
Κάπου ανάμεσα στο ‘52 και στο ‘58, πάει στην Αθήνα να μάθει ραπτική. Είχε λέει η μητέρα της μια φίλη, μοδίστρα από την Τσαριτσάνη, που έραβε τις τουαλέτες της Βέμπο και την πήρε στο πλευρό της.
Επιστρέφοντας στη Λάρισα ανοίγει στη Στοά Κουτσίνα, ένα από τα πρώτα καταστήματα με πλισέδες, κεντήματα, τεχνητά άνθη και κουμπιά τα οποία φτιάχνει στο χέρι και ξεχωρίζουν για την ποιότητα και την ομορφιά τους.
Σε μια εποχή που οι γυναίκες επιχειρηματίες μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού η κ. Νίτσα μετακομίζει στην Κούμα, σε μεγαλύτερο κατάστημα και επεκτείνει τις δραστηριότητες της. Ράβει νυφικά, κάνει μπομπονιέρες και δώρα κουμπάρων και έχει μεγάλη και καλή πελατεία, καθώς το pret a porter ακόμη δεν έχει αλλάξει ριζικά τις συνήθειες των καταναλωτών και η αξία του χειροποίητου είναι εξαιρετικά υπολογίσιμη.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 το κατάστημά της γίνεται ≪ΣΑΛΟΝΙ Υψηλής Μόδας, Νυφικών και Βαπτιστικών ΝΙΤΣΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ≫ στην οδό Ασκληπιού 34.
Τα νυφικά της -κάποια από τα οποία φυλάσσει μέχρι και σήμερα στο σπίτι της- ξεχωρίζουν για τη λεπτομέρεια στη ραφή, τα σχέδια και την ύφανση τους. Τα περισσότερα ήταν από μοντελάκια περιοδικών ενώ κάποια τα σχεδίαζε η ίδια αντιγράφοντας τις βιτρίνες μεγάλων καταστημάτων.
Έτσι η κ. Ελένη (Νίτσα στην πορεία) από την Τσαριτσάνη, ανάμεσα σε πολέμους, κλωστές υφάσματα και αριθμούς κατάφερε να γράψει τη δική της ιστορία στη Λάρισα ως πρωτοπόρα επιχειρηματίας, να γίνει σύζυγος, μητέρα και γιαγιά αλλά και -όπως λέει η ίδια με καμάρι- η πρώτη γυναίκα που οδήγησε βέσπα στη Λάρισα.